Κανένα έθνος δεν μας ενώνει με τους εκμεταλλευτές μας. Κανένα σύνορο δεν μας χωρίζει από τις καταπιεσμένες

        Εδώ και λίγες εβδομάδες συντελείται ένοπλη επίθεση του απολυταρχικού ρωσικού κράτους στον ουκρανικό χώρο με αποτέλεσμα εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες, ανυπολόγιστες καταστροφές και μεγάλο κύμα προσφύγων που φεύγει από την περιοχή προς γειτονικά κράτη. Την ίδια στιγμή παρακολουθούμε τα κροκοδείλια δάκρυα των δυτικών κρατών που με κάθε ευκαιρία τονίζουν την υποτιθέμενη αλληλεγγύη τους στον ουκρανικό λαό, έχοντας φυσικά τις δικές τους βλέψεις για το ουκρανικό κράτος. Δεν είναι άλλωστε μακριά ο Φλεβάρης του 2014, τότε που μια μαζική πολύμηνη κινητοποίηση χιλιάδων Ουκρανών πολιτών, υποκινούμενη από τη Δύση, ζητώντας την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., εξελίχθηκε σε πραξικόπημα, που ανέτρεψε τον εκλεγμένο φιλορώσο πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς και έφερε στην εξουσία εθνικιστικές οργανώσεις (όπως οι φασίστες του «Δυτικού Τομέα» και της «Ταξιαρχίας Αζόφ»), με σκοπό να κοπούν οριστικά οι δεσμοί του ουκρανικού κράτους με τη Ρωσία.

Από τότε, με τη στήριξη της Δύσης, οι εθνικιστές εξαπέλυσαν πογκρόμ δολοφονιών και διώξεων εναντίον συνδικαλιστών και αντιφασιστριών, απαγορεύτηκε σε όλη την ουκρανική επικράτεια η χρήση της ρωσικής γλώσσας και κάθε άλλης πέραν της ουκρανικής, καθώς και τα κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα. Ακόμα και στρατόπεδα προσανατολισμένα στη μετατροπή παιδιών σε στρατιώτες με ναζιστική ιδεολογία έχουν δημιουργηθεί στην Ουκρανία τα τελευταία χρόνια με κρατική χρηματοδότηση υπό τη διαχείριση νεοναζιστικών οργανώσεων, που διαθέτουν μάλιστα και ένοπλα τάγματα που συμμετέχουν στον τακτικό στρατό της Ουκρανίας.

Όπως τότε που τα δυτικά Μ.Μ.Ε. αναφέρονταν στον ουκρανικό εμφύλιο ως «σύγκρουση» μεταξύ δυνάμεων της τάξης και «αποσχιστών», έτσι και τώρα οι θηριωδίες του ρωσικού κράτους παρουσιάζονται με ιδιαίτερη ευαισθησία την ίδια στιγμή που αποσιωπάται η εμπλοκή των δυτικών δυνάμεων στην εμπόλεμη συνθήκη. Αφήνουν, λοιπόν, να εννοηθεί πώς ο πόλεμος αυτός δεν είναι παρά απόφαση ενός «παρανοϊκού προέδρου» προσωποποιώντας και ψυχολογιοποιώντας τις αιτίες του πολέμου και παραβλέποντας σκόπιμα πως για τον έλεγχο της Ουκρανίας έχουν διεξαχθεί τα τελευταία 170 χρόνια μεγάλοι πόλεμοι μεταξύ Δύσης και Ρωσίας (1853-56, 1918-21, 1941-44) με εκατομμύρια νεκρούς για λόγους που αφορούν τόσο τη σημαντική γεωστρατηγικά θέση της όσο και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της που προσελκύουν το ενδιαφέρον του μεγάλου κεφαλαίου. Η χρόνια εμπλοκή της Δύσης στο εσωτερικό της Ουκρανίας, ο ένοπλος πόλεμος που κήρυξε τώρα το ρωσικό κράτος και παράλληλα οι στενές σχέσεις της Κίνας με τη Ρωσία κάνουν φανερό πως οι ισχυροί αυτού του κόσμου ξαναμοιράζουν τα κέρδη τους, αυτή τη φορά στο ουκρανικό έδαφος.

Σε ασφυκτικό κλοιό βρίσκονται και οι κάτοικοι του ρωσικού κράτους που ζώντας σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς είναι αντιμέτωποι χρόνια τώρα με λογοκρισία, διώξεις και απολυταρχισμό όσο οι ταξικές ανισότητες και στις δύο χώρες αυξάνονται οδηγώντας σε περαιτέρω φτωχοποίηση τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Έτσι, δεν είναι λίγοι οι Ρώσοι που αυτή τη στιγμή διαδηλώνουν ενάντια στον πόλεμο στην Ουκρανία και υπομένουν τη σκληρή καταστολή του ρωσικού καθεστώτος.

Αμέτοχο στον πόλεμο δεν είναι το ελληνικό κράτος που με περίσσιο γόητρο έστειλε στρατιωτικό εξοπλισμό. Μιλά μάλιστα για αλληλεγγύη σε πρόσφυγες από την Ουκρανία την ίδια στιγμή που η Ευρώπη Φρούριο με κύριο διαχειριστή το ελληνικό κράτος αναλαμβάνει τη δολοφονία χιλιάδων μεταναστριών από την Ανατολή, με το Αιγαίο να ξεβράζει καθημερινά πτώματα στις ελληνικές ακτές, ενώ τα pushbacks και οι απαγωγές έχουν γίνει κανονικότητα στα ελληνικά νησιά. Ο διαχωρισμός μεταξύ καλών και κακών προσφύγων (με κριτήριο την ευρωπαϊκή ταυτότητα, τον πολιτισμό, το θρήσκευμα) αποτελεί μια ακόμα προσπάθεια διαίρεσης των καταπιεσμένων και συσκότισης της πραγματικότητας: πως τα σπασμένα σε κάθε διακρατικό πόλεμο πληρώνουν οι καταπιεσμένες, οι φτωχοί, οι από τα κάτω.

Παράλληλα, ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί μια υπενθύμιση του πολιτισμικού ρατσισμού με τη διάχυση της αντίληψης περί ανωτερότητας του δυτικού πολιτισμού. Έτσι εκπρόσωποι των δυτικών κρατών δεν διστάζουν να μιλούν ανοιχτά για τα κριτήρια του λευκού δέρματος και του θρησκεύματος ως εκείνα που προϋποθέτουν τη δυτική αλληλεγγύη. Ο διακρατικός αυτός πόλεμος αποτελεί μεταξύ άλλων έναν πόλεμο πολιτισμικό μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με τα κράτη να προχωρούν σε ενέργειες λογοκρισίας με την απαγόρευση της ρωσικής τέχνης, το κλείσιμο των ρωσικών μέσων ενημέρωσης στην Ευρώπη, την εκδίωξη Ρώσων φοιτητών από τα Πανεπιστήμια και αθλητών από τις διοργανώσεις και την υιοθέτηση μιας συνολικής ρατσιστικής πολιτικής σε βάρος των Ρώσων υπηκόων.

Τα κράτη και οι πολιτικοί διαχειριστές τους ζητούν για άλλη μια φορά εθνική ομοψυχία και ενότητα. Από το ουκρανικό κράτος που ζητά από τους κατοίκους να παραμείνουν στην Ουκρανία και να πολεμήσουν μέχρι τέλους, έως το ρωσικό που οδηγεί με τη βία τους στρατιώτες στον πόλεμο, τα κράτη ζητούν να στρέψουμε τα όπλα απέναντι στους φτωχούς και τις καταπιεσμένες των άλλων κρατών και να δώσουμε τη ζωή μας για κρατικά και οικονομικά συμφέροντα. Και όλα αυτά στο όνομα του έθνους, στη μεγάλη αγκαλιά του οποίου θα χωρέσουν τελικά όλες οι σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης, καθώς μπροστά στο φαντασιακό εθνικό συνανήκειν οι οποιεσδήποτε ταξικές/κοινωνικές/έμφυλες διαφορές μοιάζουν ασήμαντες.

Δύο χρόνια μετά την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης με πολεμικά διαγγέλματα ενάντια σε έναν αόρατο εχθρό και τη στρατιωτικοποίηση κάθε πτυχής της ζωής μας, ο πόλεμος γίνεται ορατός με το πέρασμα από τη μία «κρίση» στην άλλη. Από την πολεμική ρητορική (ο ιός ως εθνικός εχθρός, τα εμβόλια ως όπλα) μέχρι την παρουσία του στρατού στα εμβολιαστικά κέντρα και τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας με μέτρα που επιβάλλονταν «για το καλό μας» το κράτος μας εκπαιδεύει δύο χρόνια τώρα να λειτουργούμε ως πειθαρχημένοι πολίτες, χρήσιμοι για κράτος και καπιταλισμό μόνο όταν παράγουμε ή καταναλώνουμε. Από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και την «οικονομική κρίση», στην «υγειονομική κρίση» και τα λοκντάουν, την κλιματική «κρίση» και τώρα την «κρίση» των διακρατικών σχέσεων, είναι πλέον φανερό πως οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και οι «κρίσεις» που επικαλούνται τα κράτη δεν είναι μεμονωμένα γεγονότα αλλά αποτελούν τον ίδιο τον τρόπο διακυβέρνησης. Η εμφάνιση τους ως προσωρινή συνθήκη αποκρύπτει πως σε κάθε έκτακτη ανάγκη, στο όνομα της οποίας οφείλουμε να προτάξουμε το εθνικό καλό, συντελείται στις πλάτες μας μια συνολική κρατική και καπιταλιστική αναδιάρθρωση.

Συγχρόνως, ο πόλεμος στο ουκρανικό έδαφος έχει οξύνει την εθνικιστική ρητορική απέναντι στον αιώνιο εθνικό εχθρό της Ελλάδας, τη γειτονική Τουρκία, με τα ελληνικά μέσα να αναπαράγουν αδιάκοπα τους παραλληλισμούς μεταξύ ρωσικού και τουρκικού καθεστώτος, προκειμένου να εγείρουν τον αντιτουρκισμό των Ελλήνων υπηκόων.

Γνωρίζουμε καλά πως δεν ζήσαμε ποτέ μια περίοδο ειρήνης. Ο ταξικός/κοινωνικός πόλεμος μαίνεται καθημερινά. Ο εχθρός μας βρίσκεται εδώ, στην αιματοβαμμένη εθνική ενότητα που χτίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε εργασιακά κάτεργα, στην ιερότητα των οικογενειακών δεσμών και στην τιμή της αρρενωπότητας, σε επιχειρήσεις σκούπα όσων περισσεύουν και σε καταστολή όλων όσων αμφισβητούν την «κανονικότητα» του έθνους. Ενάντια σε κάθε εθνική ιδέα, σε κάθε κράτος, μικρό και μεγάλο, ενάντια σε ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, να αντεπιτεθούμε στους καταπιεστές μας και να υπερασπιστούμε τα κοινά κοινωνικά και ταξικά μας συμφέροντα.

Αλληλεγγύη στους αρνητές στράτευσης που αρνούνται να σκοτώσουν και να σκοτωθούν για τα κέρδη κρατών και κεφαλαίου

Αλληλεγγύη σε όλες/ους τις κατατρεγμένες/ους, προσφύγισσες/ες και μετανάστριες/ες

Ειρήνη ανάμεσα στους καταπιεσμένους/ες όλου του κόσμου- Αντεθνικός/αντικρατικός και ταξικός πόλεμος για ένα κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και εξουσία.

αναρχική συλλογικότητα, Ανάδραση

Μάρτης, 2022

Δημοσιεύθηκε στην Αναλύσεις/Ανακοινώσεις, Αρχική, Κείμενα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.